- ἀκμάσει
- ἀκμάζωto be in full bloomaor subj act 3rd sg (epic)ἀκμάζωto be in full bloomfut ind mid 2nd sgἀκμάζωto be in full bloomfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθάλλω — (Α ἀναθάλλω) (για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω νεοελλ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι αρχ. κάνω κάποιον ή κάτι να αναζωογονηθεί, να ακμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλλω] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ξαναχτίζω — και ξανακτίζω (Μ ξανακτίζω) κτίζω ξανά κάτι γκρεμισμένο, ανοικοδομώ νεοελλ. κάνω μια πόλη να ακμάσει ξανά … Dictionary of Greek
πισιδιά — Χώρα της αρχαίας Μικράς Ασίας, στα βόρεια της Παμφυλίας. Οι κάτοικοί της είχαν την ίδια καταγωγή με τους Φρύγες και Κίλικες, ήταν τραχύς πολεμικός λαός και είχαν αγωνιστεί με γενναιότητα για την ανεξαρτησία τους. Οι κυριότερες πόλεις της Π. είχαν … Dictionary of Greek
Πολυκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Π. ο πρεσβύτερος. Αθηναίος πλάστης, που έζησε τον 4o αι. π.Χ. Ήταν πατέρας του Τιμοκλή και του Τιμαρχίδα και παππούς του συνωνύμου του Πολυκλή, που ήταν και οι τρεις γνωστοί πλάστες του 3ου 2ου αι. π.Χ. Έργα του… … Dictionary of Greek
Πολυρρήνιον — Πόλη της αρχαίας Κρήτης, που είχε πάρει μέρος υπέρ της Λύττου στον πόλεμο ανάμεσα στην Κνωσό και τη Λύττο. Είχε ακμάσει πάλι στους ρωμαϊκούς χρόνους … Dictionary of Greek